σύμπτωμα

σύμπτωμα
το, ΝΜΑ [συμπίπτω]
ιατρ. υποκειμενικό φαινόμενο το οποίο εκφράζει μια παθολογική κατάσταση και οφείλεται σε λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές ενός οργάνου ή ολόκληρου τού οργανισμού (α. «συμπτώματα φυματίωσης» β. «συμπτώματι περιέπεσε ἰδιάζοντι, ἐστερήθη γὰρ τῆς ὁράσεως», Διόδ.)
νεοελλ.
1. ενέργεια ή εκδήλωση που αποτελεί χαρακτηριστικό σωματικής, ψυχικής, ηθικής ακαταστασίας ή ανωμαλίας (α. «νοσηρό σύμπτωμα» β. «συμπτώματα απειθαρχίας» γ. «συμπτώματα καταστρατήγησης τού νόμου»)
2. (φυτοπαθολ.) ορατή ή με άλλο τρόπο διαπιστούμενη ανωμαλία ενός ξενιστή η οποία οφείλεται σε ασθένεια (α. «πρωτογενή συμπτώματα» β. «χρόνια συμπτώματα»)
μσν.-αρχ.
1. ό,τι απομένει από την πτώση, από την κατάρρευση, ερείπιο (α. «ἐκ τοῡ κινδύνου περιῴζεται καὶ σωτηρίαν ἀπιστουμένην αὐτῷ σκεπασθεὶς τῷ συμπτώματι», Γρηγ. Ναζ.
β. «ἐκ τῶν συμπτωμάτων Νικομηδείας καὶ μεθ' ἡμέρας τινὲς ζῶντες ἀνηνέχθησαν», Μαλάλ. Ι.)
2. η πτώση, η αμαρτία
αρχ.
1. ό,τι συμβαίνει κατά σύμπτωση, τυχαία («ἀνάγκη τὰ ἐναντία ἢ αἴτια εἶναι... ἢ συμπτώματα», Αριστοτ.)
2. δυσμενής περίσταση, ατυχία («ὅταν τις ὢν ἀνὴρ δίκαιος ἀδίκοις περιπέσῃ συμπτώμασι», Μέν.)
3. χαρακτηριστικό, ιδιότητα («τὸν χρόνον σύμπτωμα συμπτωμάτων λέγειν», Επίκ.)
4. (για τη στάθμη τού νερού) πτώση
5. κατάπτωση, εξασθένηση δυνάμεων («σύμπτωμα τῆς δυνάμεως τῆς διανοίας», Διοκλ.)
6. φρ. «ἀπὸ συμπτώματος» — κατά τύχην, κατά σύμπτωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύμπτωμα — anything that happens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπτωμα — το 1. τυχαίο συμβάν, περιστατικό. 2. εκείνο που φανερώνει την ύπαρξη κάποιας ασθένειας: Παρουσιάζει συμπτώματα χολέρας. 3. γενικά ό,τι υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιας ανώμαλης κατάστασης: Διέκρινε συμπτώματα παράλυσης του κρατικού μηχανισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… …   Dictionary of Greek

  • ξύμπτωμα — σύμπτωμα , σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπτωμ' — σύμπτωμα , σύμπτωμα anything that happens neut nom/voc/acc sg σύμπτωμαι , συμπέτομαι fly with aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

  • τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

  • αδιαδοχοκινησία — Σύμπτωμα διαφόρων παθήσεων της παρεγκεφαλίδας (σκλήρυνση κατά πλάκας, ατροφία, αιμορραγία κλπ.). Σημαίνει την ανικανότητα του αρρώστου να εκτελέσει διαδοχικά ορισμένες κινήσεις, όπως π.χ. να γυρίζει το χέρι του μια πάνω μια κάτω …   Dictionary of Greek

  • συμπτωμάτων — σύμπτωμα anything that happens neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτώμασι — σύμπτωμα anything that happens neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”